αναδιόρθωση

αναδιόρθωση
η
η εκ νέου διόρθωση, ξαναδιόρθωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναδιορθώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στην εφημερίδα Θεσσαλία Βόλου].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αναδιορθώνω — διορθώνω εκ νέου, ξαναδιορθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + διορθώνω. ΠΑΡ. αναδιόρθωση] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”